μυστίλη

μυστίλη
μυστίλη, ἡ (Α)
τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα -ίλη (πρβλ. ζωμ-ίλη, στροβ-ίλη) και φαίνεται ότι παράγεται από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό *μυστον, -ος. Ο τ. μύστρον είναι υστερογενής, σχηματισμένος με επίθημα -τρον, που χαρακτηρίζει ονόματα οργάνων (πρβλ. λύ-τρον, φίμω-τρον). Η άποψη ότι το θέμα τών τ. συνδέεται με το ρ. μύζω (Ι) «ρουφώ» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, καθώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί το -στ- τού μυστ-ίλη. Η σύνδεση, τέλος, τών τ. με τις λ. μύσταξ και μάσταξ δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυστίλη — μυστί̱λη , μυστίλη piece of bread scooped out as a spoon fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστίλῃ — μυστί̱λῃ , μυστίλη piece of bread scooped out as a spoon fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστιλάριον — μυστιλάριον, τὸ (Α) [μυστίλη] υποκορ. του μυστίλη* …   Dictionary of Greek

  • μύστρον — μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ) κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.) μσν. μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια αρχ. 1. μυστίλη * 2. φρ. «μύστρου πλῆθος» πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

  • μυστίλας — μυστί̱λᾱς , μυστίλη piece of bread scooped out as a spoon fem acc pl μυστί̱λᾱς , μυστίλη piece of bread scooped out as a spoon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПИЩА, СТОЛ — •Cibus, 1) у греков. Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только удовлетворение телесной потребности …   Реальный словарь классических древностей

  • Пища —    • Cibus,     I.          У греков.          Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только… …   Реальный словарь классических древностей

  • μίτυλος — μίτυλος, ύλη, ον και μύτιλος, ίλη, ον (Α) 1. περικεκομμένος, κολοβός, αυτός που δεν έχει κέρατα («τὰν μετύλαν αἶγα», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λακεδαίμονες) «μίτυλον ἔσχατον νήπιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αμφίβολης μορφής και… …   Dictionary of Greek

  • μυστιλώμαι — μυστιλῶμαι, άομαι (Α) [μυστίλη] 1. βουτώ ψωμί στον ζωμό και τρώγω 2. μτφ. υπεξαιρώ με απληστία, «βουτάω», κλέβω («κἀμφοῑν χειροῑν μυστιλᾱται τῶν δημοσίων», Αριστοφ.) 3. (η μτχ. παρακμ.) μεμυστιλημένος, η, ον κατασκευασμένος με τα δάκτυλα σε σχήμα …   Dictionary of Greek

  • μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”